- θεοδοσιανός
- -ή, -ό (Μ θεοδοσιανός, -ή, -όν)(το αρσ. πληθ. ως ουσ.)οι θεοδοσιανοίοπαδοί τού μονοφυσίτη πατριάρχη Αλεξανδρείας θεοδοσίου·||νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου θεοδόσιο Α' ή Β' («θεοδοσιανό τείχος», «θεοδοσιανός κώδιξ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θεοδόσιος].
Dictionary of Greek. 2013.